μεμετιμένος
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
Ion. for μεθειμένος, pf. part. Pass. of μεθίημι (q.v.).
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de μεθίημι.
Russian (Dvoretsky)
μεμετιμένος: Her. part. pf. pass. к μεθίημι.
Greek (Liddell-Scott)
μεμετιμένος: Ἰων. ἀντὶ μεθειμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ μεθίημι, Ἡρόδ. 5, 108., 6, 1, κτλ.
Greek Monotonic
μεμετιμένος: Ιων. αντί μεθειμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του μεθίημι.