μύκων
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
σωρός, θημών, Hsch. μυλαβρίς, A v. μυλακρίς.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, ein Theil des Ohrs, vielleicht die Ohrhöhle, Poll. 2, 87. – Bei Hesych. ein Haufen Spreu.
Greek (Liddell-Scott)
μύκων: -ωνος, ὁ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86.
Greek Monolingual
μύκων, -ωνος, ὁ (Α)
1. το μέρος του αφτιού που βρίσκεται κάτω από τον λοβό, η ρίζα του αφτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύκων
σωρός, θημών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mūk- «σωρός» και συνδέεται πιθ. με γερμανικές λ., πρβλ. αρχ. ισλδ. mūgi, mūgr «σωρός, όγκος», αγγλοσαξ. mūga «σωρός σιτηρών» και πιθ. με τη λ. Μυκήνη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: σωρός, θημών H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One connected Germ. words, like OIc. mugi, mugr `heap, multitude, with -k(k)- Bayr. Mauche Auswuchs, Fussgeschwulst der Pfrede, Duch. muik (Pok. 752); is this IE? (or Eur. substrate?). Fur. 373 connects μύκαρις πλῆθος, ἄθροισμα and takes it as Pre-Greek.