ξυστρολήκυθος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ, A slave who carried his master's ξυστρίς and λήκυθος to and from the bath, Hsch.
Greek Monolingual
ξυστρολήκυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά»
2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο του κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό» + λήκυθος.