πνιγῖτις

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγῖτις Medium diacritics: πνιγῖτις Low diacritics: πνιγίτις Capitals: ΠΝΙΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pnigîtis Transliteration B: pnigitis Transliteration C: pnigitis Beta Code: pnigi=tis

English (LSJ)

(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of    A clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
φρ. «πνιγῑτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγ-ίτις)].