φυκιώδης
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ες, A covered with seaweed, λίθοι Sch.Opp.H.3.420.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκιώδης: -ες, κεκαλυμμένος φυκίοις, λίθοι Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 420.