ἀναχόω
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ἀναχώννυμι, Luc.Lex.2 (in dat. pl. of part. ἀναχοῦσι).
Spanish (DGE)
amontonar, formar amontonando τὰ ἄνδηρα Luc.Lex.2.
German (Pape)
[Seite 215] Stamms. zu ἀναχώννυμι; Luc. Lexiph. 2 hat davon τοῖς ἀναχοῦσι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχόω: παλαιότερος τύπος τοῦ ἀναχώννυμι, Λουκ. Λεξιφ. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχόω: Luc. = ἀναχώννυμι.