ἐκδωριεύομαι

From LSJ
Revision as of 17:13, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδωριεύομαι Medium diacritics: ἐκδωριεύομαι Low diacritics: εκδωριεύομαι Capitals: ΕΚΔΩΡΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekdōrieúomai Transliteration B: ekdōrieuomai Transliteration C: ekdorieyomai Beta Code: e)kdwrieu/omai

English (LSJ)

Pass.,    A become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).

Spanish (DGE)

dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.

Greek Monolingual

ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.

Greek Monotonic

ἐκδωριεύομαι: (Δώριος), Παθ., γίνομαι εξολοκλήρου δωρικός, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Δώριος
Pass. to become a thorough Dorian, Hdt.