ἐρεβίνθειος

Revision as of 22:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of the ἐρέβινθος kind, Διόνυσος ἐ., proverb of any worthless article,Zen.3.83.

German (Pape)

[Seite 1022] = -θιαῖος, Διόνυσος Zenob. 3, 83, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων. S. ἐρεβίνθινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβίνθειος: -ον, ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ἐρεβίνθου, ἐρεβίνθειος Διόνυσος: «παροιμία ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων» Ζηνόβ. 3. 83, ἐν Παροιμιογρ. σ. 298 ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐρεβίνθειος, -ον) ερέβινθος
ο κατασκευασμένος από ρεβίθι
αρχ.
παροιμ. «ἐρεβίνθειος Διόνυσος» — λέγεται γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά αξία.