αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
(AM ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)(για νέο) ενηλικιώνομαινεοελλ.γίνομαι ανδρείοςμσν.-αρχ.παντρεύομαιαρχ.1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιονβ) προσδίδω ανδρεία2. μέσ. έχω γενναία όψη.