τυρώ

From LSJ
Revision as of 14:30, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
-όω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῦν », Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῦν τες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῦν τες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, -όομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.