Κασταλία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, the spring of the Muses on Mt. Parnassus, Hdt.8.39, Pi.P.1.39, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κασταλία: Ἰων. -ίη, ἡ, περίφημος πηγὴ ἢ κρήνη τῶν Μουσῶν ἐπὶ τοῦ ὄρους Παρνασσοῦ, ὑπὸ τῇ Ὑαπείῃ κορυφῇ Ἡρόδ. 8. 39· Φοῖβε, Παρνασσοῦ κράναν Κασταλίαν φιλέων Πινδ. Π. 1. 75· Κασταλίας νᾶμα Σοφ. Ἀντ. 1130· Κασταλίας ὕδωρ Εὐρ. Φοίν. 230· Κασταλίας ῥεέθρων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1257· τὰς Κασταλίας ἀργυροειδέας δίνας ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 95-· «δοῦναι δὲ τὸ ὄνομα τῇ πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν, οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον. Πανίας δὲ θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν εἶναι» Παυσ. 10. 8, 9. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ καθαρός, Λατ. castus).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Castalie, fontaine du Parnasse, à Delphes.
Étymologie:.
English (Slater)
Καστᾰλία (-ίας, -ίᾳ, -ίαν, -ία.) the Castalian spring at Delphi.
1 παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ (O. 7.17) σόν τε, Κασταλία, πάρα / Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον (O. 9.17) Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ” i. e. at the Delphic oracle (P. 4.163) ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς i. e. having entered the Pythian Games (P. 5.31) παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (v. l. Κασταλίᾳ) (N. 6.37) παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (N. 11.24) ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (join Κασταλίας with ψόφον and ὕδατι) (Pae. 6.8)
Greek Monotonic
Κασταλία: Ιων. -ίη, ἡ, περίφημη κρήνη των Μουσών στο βουνό Παρνασσός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το καθαρός, Λατ. castus).
Russian (Dvoretsky)
Καστᾰλία: ион. Καστᾰλίη ἡ Касталия (источник на Парнассе, посвященный Аполлону и Музам) Pind., Soph., Her.
Middle Liddell
Κασταλία, ἡ,
the famous spring of the Muses on Mt. Parnassus, Hdt., Soph., etc. [Prob. akin to καθαρός, Lat. castus.]