Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
soldier: Ar. and V. στρατιώτης, ὁ, P. and V. ὁπλίτης, ὁ, αἰχμητής, ὁ (Plato but rare P.), V. ἀσπιστήρ, ὁ, τευχηστής, ὁ, ἀσπιδιτής, ὁ (Sophocles, Fragment). or use adj., V. ἀσπιδηφόρος.