Διόπαις
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
παιδος, ὁ, A son of Zeus, AP9.525.
Greek (Liddell-Scott)
Διόπαις: παιδος, ὁ, υἱὸς τοῦ Διός, Ἀνθ. Π. 9. 525.
French (Bailly abrégé)
αιδος (ὁ) :
fils de Zeus (Apollon).
Étymologie: Διός, παῖς.
Spanish (DGE)
-παιδος, ὁ
Diópais, e.e. hijo de Zeus epít. de Apolo AP 9.525.
Greek Monotonic
Διόπαις: -παιδος, ὁ, γιος του Δία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Διόπαις: παιδος ὁ дитя Зевса, т. е. Аполлон Anth.
Middle Liddell
n
son of Zeus, Anth.