Πανιασταί
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
οἱ, A worshippers of Pan, a guild at Rhodes, IG12(1).155.75; at Pergamum, IGRom.4.1680.
Greek (Liddell-Scott)
Πᾱνιασταί: οἱ, οἱ τὸν Πᾶνα λατρεύοντες, ἱερὸς τις σύλλογος ἐν Ρόδῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 74, πρβλ. 2528.