βολβώδης
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ες, A bulbous, Thphr.HP7.13.9.
Greek (Liddell-Scott)
βολβώδης: -ες, = βολβοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 13, 8.
Spanish (DGE)
v. βολβοειδής.
Greek Monolingual
-ες (Α βολβώδης, -ες) βολβός
ο βολβοειδής.