βοτανίζω
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
A root up weeds, Thphr.CP3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:— Pass., ib.2.24.3.
German (Pape)
[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.
Spanish (DGE)
agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.
Greek Monolingual
(AM βοτανίζω) βοτάνη
ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο.