γλούτια
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
τά, A medullary tubercles near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14. II the great trochanter, Id.2.773.
Greek (Liddell-Scott)
γλούτια: τά, δύο ἐξοχαὶ ἢ ὄγκοι μικροὶ τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην. 4. 502.
Greek Monolingual
γλούτια, τα (Α) γλουτός
1. μυελώδεις όγκοι κοντά στην επίφυση του εγκεφάλου
2. ο μεγάλος τροχαντήρας του μηριαίου οστού.