γλωττικός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ή, όν, A of the tongue, τὸ γ. (sc. ὄργανον) Arist.PA683a21.
Greek (Liddell-Scott)
γλωττικός: -ή, -όν, τῆς γλώσσης, τὸ γλ. ὄργανον Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
subst. τὸ γ. lo que hace las veces de lengua en los insectos, Arist.PA 683a21.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α)
βλ. γλωσσικός.
Russian (Dvoretsky)
γλωττικός: язычный (ὄργανον Arst.).