δυσπαράθελκτος
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
ον, A hard to assuage, A.Supp.386 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu besänftigen, οἶκτοι Aesch. Suppl. 381.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράθελκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, δυσπαραμύθητος, οἶκτος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à émouvoir par des caresses.
Étymologie: δυσ-, παραθέλγω.
Spanish (DGE)
-ον
insensible (κότος) δ. παθόντος οἴκτοις A.Supp.386.
Greek Monolingual
δυσπαράθελκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαράθελκτος: с трудом унимающийся, безутешный (παθόντος οἶτοι Aesch.).