εὐφραντικός

From LSJ
Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραντικός Medium diacritics: εὐφραντικός Low diacritics: ευφραντικός Capitals: ΕΥΦΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euphrantikós Transliteration B: euphrantikos Transliteration C: effrantikos Beta Code: eu)frantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A cheering, ὀφθαλμῶν Ath.13.608a. 2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: Comp. -ώτερος more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐφραντικός, -ή, -όν)
αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό
καρύκευμα, ήδυσμα
αρχ.
(για πρόσ.) εύθυμος.
επίρρ...
εὐφραντικώς (Α)
με ευφροσύνη, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός (< ευφραίνω) + -ικός].