εὔχλοος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, contr. εὔχλους, ουν, (χλόη) A fresh and green, epith. of Demeter, S.OC1600, cf. Nonn.D.41.15.
German (Pape)
[Seite 1109] zsgzgn εὔχλους, bei Soph. O. C. 1596 Beiname der Demeter, die Alles grünen macht (s. χλόη). – Sonst = schön grünend, Opp. H. 1, 132 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχλοος: συνηρ. -χλους, ουν, (χλόη) χλοερός, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Σοφ. Ο. Κ. 1600· ἀνθηρός, θαλερός, Νόνν. Δ. 41. 15.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui produit une belle verdure.
Étymologie: εὖ, χλοή.
Greek Monotonic
εὔχλοος: -ον, συνηρ. -χλους, -ουν (χλόα), χλοερός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχλοος: покрывающий (все) зеленью, одевающий в зелень (Δημήτηρ Soph.).