θερμολούτης

From LSJ
Revision as of 09:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμολούτης Medium diacritics: θερμολούτης Low diacritics: θερμολούτης Capitals: ΘΕΡΜΟΛΟΥΤΗΣ
Transliteration A: thermoloútēs Transliteration B: thermoloutēs Transliteration C: thermoloytis Beta Code: qermolou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who uses hot baths, Agathin. ap. Orib.10.7.9.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, der warm Badende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θερμολούτης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος θερμὰ λουτρά, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 286 Ματθ. ― θερμολουτέω, μεταχειρίζομαι θερμὰ λουτρά, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ.1, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ.1. 11· οὐχὶ -λουτρέω, ὡς ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29. ― καὶ θερμολουτία, ἡ, θερμὸν λουτρόν, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 380. 3, Θεόφρ. περὶ Ἱδρώτων 16, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· ἢ -λουσία, Κωμ, Ἀνών. 241, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 594.

Greek Monolingual

θερμολούτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λούτης < λούω (πρβλ. ψυχρο-λούτης)].