λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: θοδράκιον | Medium diacritics: θοδράκιον | Low diacritics: θοδράκιον | Capitals: ΘΟΔΡΑΚΙΟΝ |
Transliteration A: thodrákion | Transliteration B: thodrakion | Transliteration C: thodrakion | Beta Code: qodra/kion |
A v. θρόδαξ.
θοδράκιον, τὸ (ΑΜ)
υποκορ. του θρόδαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θοδράκιον αντί θροδάκιον, υποκορ. του θρόδαξ].