κίουρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A basket for corn, or measure, Hsch. (Hebr. kiyyór 'pot, basin'.)
Greek Monolingual
κίουρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. δοχείο σιταριού
2. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. kiyyor «αγγείο, δοχείο»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiuroi = κίουροι].