καλίκιοι
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
οἱ, = Lat. A calcei, Plb.30.18.3.
German (Pape)
[Seite 1308] οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.
Greek (Liddell-Scott)
καλίκιοι: οἱ, ἴδε ἐν λ. κάλτιος.
Greek Monolingual
καλίκιοι, οἱ (Α)
υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. του calceus) < calx «φτέρνα»].
Russian (Dvoretsky)
καλίκιοι: οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.