κακοφραδία

Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A folly, κακοφραδίῃσι τιθήνης h.Cer.227: sg., Nic.Th.348, Q.S.12.554.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, schlechte Denkart, Thorheit, Unverstand, H. h. Cer. 227 u. sp. D., wie Nic. Th. 348 Qu. Sm. 12, 554.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφρᾰδία: Ἰων. -ίη, ἡ, κακὴ σκέψις, ἀνοησία, ἄνοια, μωρία, κακοφραδίῃσι τιθήνης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 227, πρβλ. Νικ. Θηρ. 348, Κόϊντ. Σμ. 12. 554.

Greek Monolingual

κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) κακοφραδής
(ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια.

Greek Monotonic

κᾰκοφρᾰδία: Ιων. -ίη, ἡ, κακή σκέψη, ανοησία, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοφρᾰδία: ион. κᾰκοφρᾰδίη ἡ безрассудство: κακοφραδίῃσί τινος HH по чьему-л. недомыслию.

Middle Liddell

κᾰκοφρᾰδία, ἡ,
badness of counsel, folly, Hhymn.