κακοφραδία
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
Ion. κακοφραδίη, ἡ, folly, κακοφραδίῃσι τιθήνης h.Cer.227: sg., Nic.Th.348, Q.S.12.554.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, schlechte Denkart, Torheit, Unverstand, H. h. Cer. 227 u. sp. D., wie Nic. Th. 348 Qu. Sm. 12, 554.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοφρᾰδία: ион. κᾰκοφρᾰδίη ἡ безрассудство: κακοφραδίῃσί τινος HH по чьему-л. недомыслию.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδία: Ἰων. κακοφραδίη, ἡ, κακὴ σκέψις, ἀνοησία, ἄνοια, μωρία, κακοφραδίῃσι τιθήνης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 227, πρβλ. Νικ. Θηρ. 348, Κόϊντ. Σμ. 12. 554.
Greek Monolingual
κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) κακοφραδής
(ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια.
Greek Monotonic
κᾰκοφρᾰδία: Ιων. κακοφραδίη, ἡ, κακή σκέψη, ανοησία, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
κᾰκοφρᾰδία, ἡ,
badness of counsel, folly, Hhymn.
Translations
folly
Armenian: հիմարություն; Bulgarian: глупост; Dutch: dwaasheid, domheid, stommiteit; Esperanto: malsaĝeco; Finnish: mielettömyys, hulluus, typeryys; French: folie, sottise; Galician: folía; German: Torheit, Narrheit, Dummheit, Tollheit, Aberwitz, Verrücktheit; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐌹𐌸𐌰, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀγνωμοσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἄνοια, ἀνοίη, ἀπειραγαθία, ἀπόρρευσις, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσύνετος, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἠλιθιότης, κακοφραδία, κακοφραδίη, κακοφροσύνη, ματαιότης, μάτη, ματία, μωρία, μωρίη, τὸ ἄφρον, τὸ μωρόν, τὸ μῶρον, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φρενοβλάβεια; Hebrew: אִוֶּלֶת / איוולת; Hungarian: butaság, ostobaság; Irish: díchiall, amaidí; Italian: follia, stravaganza; Latin: stultitia, fatuitas; Latvian: neprātība, neprātīgums; Manx: anchreeaght; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: bobeira; Romanian: prostie; Russian: глупость, недомыслие, дурь, блажь, безрассудство; Scottish Gaelic: amaideachd, amaideas; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst; Spanish: locura, estupidez; Swedish: dåraktighet, dårskap