Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Full diacritics: καπνιαῖος | Medium diacritics: καπνιαῖος | Low diacritics: καπνιαίος | Capitals: ΚΑΠΝΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: kapniaîos | Transliteration B: kapniaios | Transliteration C: kapniaios | Beta Code: kapniai=os |
λίθος A smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.
καπνιαῑος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].