καρηβαρής

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρής Medium diacritics: καρηβαρής Low diacritics: καρηβαρής Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΗΣ
Transliteration A: karēbarḗs Transliteration B: karēbarēs Transliteration C: karivaris Beta Code: karhbarh/s

English (LSJ)

ές, A drowsy, comatose, prob. l. in Hp. Epid.3.6, cf. Gal.16.579. II producing drowsiness, νότος Sch. Arat.786.

German (Pape)

[Seite 1327] ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.

Greek Monolingual

καρηβαρής, -ές (Α)
αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο-βαρής, χειρο-βαρής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.