κλισίον

From LSJ
Revision as of 12:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑσίον Medium diacritics: κλισίον Low diacritics: κλισίον Capitals: ΚΛΙΣΙΟΝ
Transliteration A: klisíon Transliteration B: klision Transliteration C: klision Beta Code: klisi/on

English (LSJ)

A v. κλεισίον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑσίον: τό, ἐξωτερικὸς οἶκος, αὐλὴ ὑπόστεγος χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς ἐργαστήριον, τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, κλισίον μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· δυσώνυμος οἰκία, πορνεῖον, Δημ. 270. 10. Ἡ ποσότης τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, ἔνθα ὡσαύτως λέγεται ὅτι εἶναι παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ κλείω, πρβλ. κλισιάδες· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. κλίσιον πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, κλίνω.

Greek Monolingual

κλισίον, τὸ (Α)
βλ. κλεισίον.

English (Woodhouse)

hut

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)