κιρσοτομία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡ, A operation to remove varicocele, ib.45.18.18, Paul.Aeg.6.82.
Greek Monolingual
η (AM κιρσοτομία) κιρσοτομώ
εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών.