κλιμακισμός
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ὁ, A = κλῖμαξ 111, Hsch. (-ίσκοι cod.).
German (Pape)
[Seite 1453] ὁ, ein Kunstgriff der Ringer, die sich auf den Rücken des Gegners schwangen, um ihn zum Falle zu bringen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκισμός: ὁ, εἶδος παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.
Greek Monolingual
κλιμακισμός, ὁ (Α) κλιμακίζω
είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ.