κνηστός

From LSJ
Revision as of 12:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηστός Medium diacritics: κνηστός Low diacritics: κνηστός Capitals: ΚΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: knēstós Transliteration B: knēstos Transliteration C: knistos Beta Code: knhsto/s

English (LSJ)

ή, όν, A scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr.908 ( = Antiph.79).

German (Pape)

[Seite 1461] adj. verb. zu κνάω, gekratzt, geschabt; ἄρτος Ath. III, 111 d, vgl. XII, 516 d.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστός: -ή, -όν, ἐξεσμένος, κν. ἄρτος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 111D· κνηστὰ (κατὰ Meineke ἀντὶ κνιστὰ) Ἀντιφάν. ἐν «Δηλίᾳ» 1.

Greek Monolingual

κνηστός, -ή, -όν (Α) κνω
1. ξυσμένος
2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.).