κριβάνη

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνη Medium diacritics: κριβάνη Low diacritics: κριβάνη Capitals: ΚΡΙΒΑΝΗ
Transliteration A: kribánē Transliteration B: kribanē Transliteration C: krivani Beta Code: kriba/nh

English (LSJ)

ἡ, or κρῑβᾰν-ης, ὁ, A a cake, Alcm.20 (-νωτος codd. Ath.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβάνη: ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, πλακούντιον, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de gâteau.
Étymologie: cf. κριβανωτός.

Greek Monolingual

κριβάνη, ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)
είδος πίτας στους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λέξης κρίβανος (), με αλλαγή γένους].