κυανανθής
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
ές, A of dark hue, of the sea, B.12.124.
Greek (Liddell-Scott)
κυανανθής: -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).
Greek Monolingual
κυανανθής, -ές (Α)
(για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, μελ-ανθής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανανθής -ές [κύανος, ἄνθος] met donkerblauwe glans.