κυριεία
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ἡ, A proprietary rights, Mitteis Chr.31 v 37 (ii B.C.), IG22.1006.28 (ii B.C.), SIG685.133 (pl., Magn.Mae., ii B.C.), BGU1187.7 (i B.C.):—written κυριήα Mon. Anc.Gr.17.22:—later contr. κυρεία, κυρία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, das Herren-, Eigenthumsrecht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριεία: ἡ, κυριότης, δικαίωμα ἰδιοκτησίας, Peyron, Pap. Graec. Taurin. part. 1, σ. 34, 37, κτλ.
Greek Monolingual
κυριεία και κυρεία και κυριήα και κυρία, ἡ (Α) κυριεύω
το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η κυριότητα.