κυκλοέλικτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A revolving in a circle, Orph.H.8.11.
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοέλικτος: -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11.
Greek Monolingual
κυκλοέλικτος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἑλικτός (< ἑλίσσω)].