Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Full diacritics: κῠκηθμός | Medium diacritics: κυκηθμός | Low diacritics: κυκηθμός | Capitals: ΚΥΚΗΘΜΟΣ |
Transliteration A: kykēthmós | Transliteration B: kykēthmos | Transliteration C: kykithmos | Beta Code: kukhqmo/s |
ὁ, A confusion, disturbance, Max.Tyr.16.9, 17.10.
κυκηθμός, ὁ (Α)
σύγχυση, ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «ανακατεύω, αναμιγνύω» + επίθημα -ηθμός (πρβλ. ελκ-ηθμός, μυκ-ηθμός)].