κυκνοκάνθαρος

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνοκάνθᾰρος Medium diacritics: κυκνοκάνθαρος Low diacritics: κυκνοκάνθαρος Capitals: ΚΥΚΝΟΚΑΝΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kyknokántharos Transliteration B: kyknokantharos Transliteration C: kyknokantharos Beta Code: kuknoka/nqaros

English (LSJ)

ὁ, a kind of ship A between κύκνος 11 and κάνθαρος 111, Nicostr.Com.10.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνοκάνθᾰρος: ὁ, εἶδος πλοίου μετέχοντος τοῦ κύκνου (ΙΙ) καὶ τοῦ κανθάρου (ΙΙΙ), ἡ ναῦς δὲ πότερ’ εἰκόσορός ἐστιν ἢ κύκνοςκάνθαρος; ― ἀμέλει κυκνοκάνθαρος· ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1.

Greek Monolingual

κυκνοκάνθαρος, ὁ (Α)
είδος πλοίου του οποίου το σχήμα εμφανίζει κοινά στοιχεία με δύο άλλα είδη πλοίων, τον κύκνο και τον κάνθαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + κάνθαρος, είδος αρχ. πλοίων].