λευκόπλευρος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ον, A with white sides, Sch.Theoc.4.45.
German (Pape)
[Seite 34] mit weißen Seiten, Schol. Theocr. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπλευρος: -ον, ἔχων λευκὰς πλευράς, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 45.
Greek Monolingual
λευκόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκές πλευρές.