μακών
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
A v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 de μηκάομαι.
English (Autenrieth)
see μηκάομαι.
Greek Monotonic
μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκών: эп. part. aor. 2 к μηκάομαι.