μαγιανός

From LSJ
Revision as of 14:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγιανός Medium diacritics: μαγιανός Low diacritics: μαγιανός Capitals: ΜΑΓΙΑΝΟΣ
Transliteration A: magianós Transliteration B: magianos Transliteration C: magianos Beta Code: magiano/s

English (LSJ)

ή, όν, A inscribed with charms, ψέλιον BGU1065.8 (pl., i A.D.), POxy. 259.12 (i A.D.).

Greek Monolingual

μαγιανός, -ή, -όν (Α)
(επιγρ.-πάπ.) αυτός που έχει γραμμένα, ζωγραφισμένα επάνω του μάγια, ξόρκια ή μαγικά σημεία («μαγιανὸν ψέλιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγος + κατάλ. -ιανός (< λατ. κατάλ. -ianus, πρβλ. christianus (χριστιανός), πρβλ. και σκορπ-ιανός, ταυρ-ιανός].