μεγαλέμπορος

From LSJ
Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλέμπορος Medium diacritics: μεγαλέμπορος Low diacritics: μεγαλέμπορος Capitals: ΜΕΓΑΛΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: megalémporos Transliteration B: megalemporos Transliteration C: megalemporos Beta Code: megale/mporos

English (LSJ)

ὁ, A wholesale merchant, Sch.Ar.Av.823.

German (Pape)

[Seite 105] ὁ, der Großhändler, Schol. Ar. Av. 823.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλέμπορος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μέγας ἔμπορος, ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi.

Greek Monolingual

και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος)
αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια.
επίρρ...
μεγαλεμπόρως (Μ)
κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων.