μεγαλέμπορος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλέμπορος Medium diacritics: μεγαλέμπορος Low diacritics: μεγαλέμπορος Capitals: ΜΕΓΑΛΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: megalémporos Transliteration B: megalemporos Transliteration C: megalemporos Beta Code: megale/mporos

English (LSJ)

ὁ, wholesale merchant, Sch.Ar.Av.823.

German (Pape)

[Seite 105] ὁ, der Großhändler, Schol. Ar. Av. 823.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλέμπορος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μέγας ἔμπορος, ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi.

Greek Monolingual

και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος)
αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια.
επίρρ...
μεγαλεμπόρως (Μ)
κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων.