μεγαλαύχητος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, A much vaunted, Epigr. ap. Paus.1.13.3.
German (Pape)
[Seite 105] sehr ruhmvoll, Μακηδονία, Leon. Tar. 22 (App. 106).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχητος: -ον, = μεγαλαυχής, Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 1. 13. 3.
Greek Monolingual
μεγαλαύχητος, -ον (Α) μεγαλαυχώ
πολύ φημισμένος, περίφημος.
Russian (Dvoretsky)
μεγαλαύχητος: Anth. = μεγακυδής.