μεγαλορρέκτης

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλορρέκτης Medium diacritics: μεγαλορρέκτης Low diacritics: μεγαλορρέκτης Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: megalorréktēs Transliteration B: megalorrektēs Transliteration C: megalorrektis Beta Code: megalorre/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who does great things, Adam.2.39.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξοςπλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Greek Monolingual

μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης, χειρο-ρρέκτης].