μηλώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, A = μήλινος 11.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.
German (Pape)
[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
Greek Monolingual
μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.