μνιός
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
A = ἁπαλός, Euph.156, cf. Hsch. s.v. μνοῖον.
German (Pape)
[Seite 196] = ἁπαλός, Mein. Euphor. fr. 137.
Greek (Liddell-Scott)
μνιός: ἁπαλός, παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 2, σ. 378, 1, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνοῖον.
Greek Monolingual
μνιός (Α)
απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μνίον.