μολυβουργός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ, A = μολυβδουργός, POxy.135.8 (vi A.D.).
Greek Monolingual
μολυβουργός, ὁ (Μ)
βλ. μολυβδουργός.