μονότονος
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ον, (A τόνος 11.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. -νως Longin.34.2. II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·